- θαλαμήια
- θαλαμήιοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλαμήιος — θαλαμήϊος, ΐη, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.) 2. ο γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. ήιος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek